στάλσιμο

στάλσιμο
το, Ν
αποστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλσις + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πέμψη — η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω] 1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» θριαμβευτική πομπή …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — η 1. το στάλσιμο έξω, αποστολή. 2. (φυσ.), η παραγωγή και εξαπόλυση ακτινοβολίας (ηλεκτρομαγνητικής ή σωματικής) από κάποια πηγή και η διάδοσή της στο χώρο: Εκπομπή μυρωδιάς. 3. μετάδοση ήχου με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή μετάδοση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”